σαβόρι

σαβόρι
το
(λ. ιταλ.), ξινή σάλτσα που διατηρεί τα ψάρια για λίγες μέρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαβόρι — και σαβόρο και σαβόρε, το, Ν άκλ. 1. ξινό παρασκεύασμα που περιέχει λάδι, ξίδι, σκόρδο, αλεύρι και δεντρολίβανο και χρησιμεύει για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών 2. φρ. «ψάρια σαβόρε» ψάρια μαρινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. savore < λατ …   Dictionary of Greek

  • σαβόρε — το, Ν άκλ. βλ. σαβόρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”